ἐγγεγραμμένων

ἐγγεγραμμένων
ἐγγράφω
make incisions into
perf part mp fem gen pl
ἐγγράφω
make incisions into
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… …   Dictionary of Greek

  • πικάπ — το, Ν 1. διάταξη που μετατρέπει πληροφορία μιας μορφής, όπως λ.χ. εικόνα, ήχο, θερμοκρασία κ.ά., σε αντίστοιχα ηλεκτρικά σήματα 2. (ειδικά) ηλεκτρική συσκευή για την ανάγνωση ήχων εγγεγραμμένων σε δίσκο και ιδίως δίσκο μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Αρμά (Αγίου Γεωργίου), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευβοίας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδας. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού παραμένει άγνωστος. Από την τοιχοδομία και τα άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία προκύπτει ότι το καθολικό χτίστηκε σε διάφορες εποχές.… …   Dictionary of Greek

  • Κλειστών, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Αττικής. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Πάρνηθας, κοντά στο αρχαίο φρούριο της Φυλής, σε απόσταση περίπου 4 χλμ. Β του… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονίας, Πανεπιστήμιο — (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών). Το δεύτερο και νεότερο (σε σχέση με το Αριστοτέλειο) πανεπιστημιακό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση.… …   Dictionary of Greek

  • Ντεζάργκ, Ζιράρ — (Gιrard Desargues, Λιόν 1593 – 1662). Γάλλος μαθηματικός. Αφιερώθηκε αρχικά στη στρατιωτική μηχανική και με αφετηρία τα προβλήματά της οδηγήθηκε στη γεωμετρία· θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης προβολικής γεωμετρίας. Στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

  • Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”